Επιβάτισσα

συναισθήματα, εντυπώσεις ενός βαθύτερου ταξιδιού αναζήτησης του μερτικού μου, του πού ανήκω, καταλήγοντας σ' ονειρικούς κόσμους που όμως υπάρχουν και τους διαβαίνω

Χιόνι παντού



η ομίχλη έχει καλύψει τόν ορίζοντα
εγκλωβισμένη νοιώθω σ’ αυτόν τόν τόπο
κι όλα μου φαίνονται πώς είναι τόσο ασήμαντα
δεν νιώθω ούτε κρύο ούτε πόνο

αδύναμη ν’ αδράξω την ζωή μου
κανένα νόημα δεν βρίσκω σε αυτό
ότι περιγελώ απομυζά την δύναμή μου
δίχως πνοή μετέχω στον σωρό

κατάδικος στον κόσμο των εφήβων
την παιδικότητά μου δεν μπόρεσα να ξεπεράσω
δέσμια αλλότριων ονείρων
την ανωνυμία μου δεν μπόρεσα να ονομάσω

μά ότι μού δίνεται δεν είναι και δικό μού
κί ότι ζητώ χαρίζεται αλλού
μένει ν’ αποδεχτώ το μερτικό μού
καί θα δείχνω όλβια παντού

το μερτικό μου

Άχαρο είναι




Κενό στην πλάτη μου κουβαλώ
Κι όμως, αγκομαχώ
Βάρος ανέλπιστο
Κι ανηφόρα, κι όμως, ακόμα προχωρώ

Κι ότι καλό το καταστρέφω
Κι ότι άσχημο το κρατώ
Κι ότι όμορφο το προσπερνώ
Κι ότι φαιδρό, δίπλα μου το υιοθετώ

Διεργασίες που μ’ οδηγούν στ’ άγνωστο
Και προσπαθώ το στίγμα μου ν΄ αφήσω
Πάνω στην πέτρα ζωγραφίζω
Έργα ασήμαντα, έρχομαι και στα χαρίζω

Πόσα ξέρω ; πόσα λέω ;
Τις γειτονιές αλλάζω
Και θαρρώ πως ταξιδεύω
Κι ανυποψίαστη χαμογελώ

Σταμάτα πια αέρα, ο κονιορτός με πνίγει
Και το δάκρυ που βγαίνει δεν προλαβαίνει
Κάθε μέρα ελπίζω
Κάθε νύχτα αντέχω

Και κρυώνω γαμώτο, κρυώωωωνω

Μελωδία



Σε υπόγειο λαβύρινθο ο περίπατός μας
κι εμείς φοβισμένοι τον διανύουμε
απλώνουμε χρώμα στους τοίχους
μα το σκοτάδι τ’ αφοπλίζει

Αχαλίνωτη παρουσία η μουσική

αγκωνάρι οι τραγουδοποιοί
ερμηνεύουν τ’ όνειρο
και οι οξύφωνες ανάσες των αοιδών
διαπερνούν την μέλαινα

Αρωγοί στο ξέβγαλμα της θλίψης
στο ξέσπασμα της χαράς
συντροφεύουν την γαλήνη μας
ενισχύουν το συναίσθημα

Δεν χρειάζονται φως,
μας αγγίζουν οι ψίθυροι

Σ’ έναν κόσμο σιωπής
μόνη αντίληψη ένας παλμός

Περίγραμμα




Τελεία στον κύκλο
ανυπόμονοι γεννιόμαστε
αντιμετωπίζουμε τον κόσμο

Απρόσωπη μάσκα το συναπάντημα
γοργές ανάσες,
αλαφιασμένος νους
ύπαρξη δίχως υπόσταση

μόνη σοδιά η ευφροσύνη
συναίσθημα
Μόνη σοδιά η ηδονή
συναίσθημα
Μόνη σοδειά η ικανοποίηση
συναίσθημα

Πιστεύω δίχως ρίζα
χαμένη αρχοντιά
χαμένη αξιοπρέπεια
απομένει η κίνηση

Άγονη γη αλέθουμε
φτύνουμε κανόνες
Κατάποση η στάλα λύπης

Παίρνουμε την άρνηση
δίνουμε την ελευθερία
ποιος ο κερδισμένος;

Αρμύρα



πλάνη στην άνυδρη ζωή
θ’ αποκαλυφθεί
όταν το διάσελο διαβεί
και δεί
πώς όσα προσδοκούσε δεν θα βρεί
έρημος ακολουθεί

και τότε δακρύζει
μα πάντα συνεχίζει
γιατί;

δώρα της τάζουνε μ’ ανταλλαγή
μα υποχωρεί
οι άνθρωποι ξεχάσαν να χαρίζουν με ψυχή
δίχως ανταμοιβή
γι’ αυτό κι έλειψε η χαρά απ’ την ζωή
η φιλία έχει χαθεί

και τότε δακρύζει
μα πάντα συνεχίζει
γιατί;

κι όταν ζητάει μια αγκαλιά να χαθεί
αδημονεί
να δώσει και να πάρει, ολάκερη να δοθεί
ν’ αφεθεί
τότε την εικόνα δίχως ψιμύθια θα δεί
η αγάπη έγινε υποβολή

και τότε δακρύζει
μα πάντα συνεχίζει
γιατί;

Άνοιξη



Φυλάκισα την ανυπαρξία μου
ευεξία
Ελευθέρωσα τ’ όνειρο
δυσθυμία

Οι τάπητες του μυαλού μου
πολύχρωμοι
οι εικόνες της πραγματικότητάς μου
ασπρόμαυρες

κι έρχεται η άνοιξη και με μπερδεύει
μωσαϊκό ασύνδετο
μουσικό πανδαιμόνιο χωρίς συνοχή

Φουρτούνα στο λογικό
εγκλωβισμένα συναισθήματα
ψάχνουν διέξοδο
συναντούν τοίχος

Η ψυχή γαληνεύει
μα η νόηση την καταδιώκει

κόκκινες παπαρούνες βλέπω χιλιάδες
χόρτασα το χρώμα

Εφιάλτης



Φευγαλέα η αντίληψη
ικανή να κλειδωθεί στην μνήμη
Ομοίωμα της στιγμής η ανάμνηση
έρπει στην αμφιλύκη

Κι όταν ο κάματος χορταίνει
θαλερό χιτώνα ανασύρω
προστατευμένη αποκοιμιέμαι,
σε Πάνορμο λήθαργο διαφεύγω

Δύναμη της ψυχής
αυταρχισμός του ονείρου
ενόραση του παραδείσου
διορθώνω την πλοκή της μέρας που ‘φυγε

Φαντάσματα του παρελθόντος
με συντροφεύουν
μ’ εγκαταλείπουν
αγάννιφο ορίζοντα αντικρίζουν

Δύναμη του νου
Φωτεινοί εφιάλτες επέρχονται
επινοούν το έρεβος
προλέγουν τ’ αδυσώπητο της μέρας που ‘ρχεται

Αέναη μάχη
στην πρώτη ανάσα αρχίζει
στην ύστατη πνοή τελειώνει (;)

Γαλήνη



Παραδίνομαι στο κακό όταν το φαιδρό εκλείπει
φράσσω την άγνοια μου με σκόρπιες φράσεις
αντιτίθεμαι στο κακέκτυπο των όρων επιβίωσης
και προχωρώ την ζήση να γνωρίσω

Φαινομενικά αδυνατώ την κατανόηση
υποχθόνια δύναμη αργά με κινεί
και την επαύριον ξημέρωσε στο τώρα
υπόθεση είναι, το σίγουρο καλύπτει

Γυροφέρνει το αδίστακτο
η υπνηλία την ανάσα οδεύει
και το πραγματικό την νόηση,
όλα φυλακισμένα στην δύνη

Αφήνομαι λοιπόν
το πάθος αγνοώ με έξη
και την απελπισία υιοθετώ με λάγνα επιθυμία
ταυτόχρονη ζωή παράπλευρων κανόνων

Καθημερινή ρουτίνα τον μύθο πλάθει
φληναφώ και προκαλώ
εξηγώ και άυλη επιπολάζω
ανήμπορη τους κοιτώ

Ζητάνε την εικόνα την εφήμερη
ανακαλύπτω την αθανασία στην υπόσταση
κι αν την κερδίσω
έπαθλο η μοναξιά και η γαλήνη

Μοναξιά



Η μοναξιά δεν είναι επίκτητη
μα γονική είναι κτήση
Όπως το χρώμα των ματιών
όπως το σχήμα των μαλλιών

ανάγκη είναι η μοναξιά
μέρες διήθησης
μέρες αποδοχής

Η μοναξιά δεν είναι φόβος
μα ίαμα όταν έρθει ο πόνος
Όπως είναι ο ασπασμός
όπως ο εναγκαλισμός

ανάγκη είναι η μοναξιά
μέρες επούλωσης
μέρες ανάνηψης

Η μοναξιά δεν είναι ανάθεμα
μα της συναλλαγής ξαπόσταμα
Όπως του ύπνου η απολαβή
όπως του δρόμου η εναλλαγή

ανάγκη είναι η μοναξιά
μέρες απολυταρχίας
μέρες ανεμελιάς

Η μοναξιά δεν είναι άρνηση
μα του απολογισμού η συμφιλίωση
Όπως το χαμόγελο στα μάτια
‘όπως στο πρόσωπο η μάσκα

ανάγκη είναι η μοναξιά
μέρες τρέλας
μέρες δημιουργίας

Μα οι μέρες της ένα τέρμινο προσωπικό
Στανιάρω και το παλμό μου επανακτώ
Την λίμνη της μήτρας μου και πάλι αποχαιρετώ
Απλώνω ορίζοντες, στην θάλασσα βουτώ

Εικονική πραγματικότητα



το φεγγάρι σαν βροχή
κι η μουσική τ’ αφήνει
στο ήλιο πάνω θα το πάει
το σύννεφο στο χρώμα ντύνει

τ’ αόρατα σημάδια αναζητούμε
και στο παρόν την νύχτα προσαρτούμε
κοιτάμε την εικόνα μακριά
κι ο χρόνος που μας φεύγει ωχριά

ψεύτικη η εικόνα, γιατί δεν το βλέπουμε;
όλα ένας μύθος, γιατί δεν τ’ ακούμε;
κυλάνε τα όνειρα, γιατί δεν τ’ αγγίζουμε;
απόμακρη η ζωή, γιατί δεν την γευόμαστε;
και μόνο τον θάνατο, μόνο αυτόν οσφρηζόμαστε

το τίποτα δεν μας χορταίνει
κι αν αρνηθούμε την χαρά θα λάβουμε ότι βαραίνει
η απραξία την φύση βεβηλώνει
κι η υποταγή τον άνθρωπο αποκαθηλώνει

δεν θέλω να θρέψω το θεριό
που ‘χει βορά του τη λύπη που θα αισθανθώ
αν είναι να νοιώσω κάτι δυνατά
ας νοιώσω την χαρά

δραπετεύω στο AZZURRO



η εικόνα μου νυχτερινή

μπροστά μου η μέλανα θάλασσα
που αντανακλά το χρώμα τ’ ουρανού
πάνω της ένα πυρφόρο πλέγμα
καθοδηγεί το βλέμμα μου

φωτεινά αστέρια αντικρίζω στον ορίζοντά μου
η πόλη με υπνωτίζει
απλώνεται γύρω μου και ας είναι μακριά μου
την σκέψη μου κεντρίζει

με την αντίπερα όχθη χαίνω
που ανήκω;

κι ένα τραγούδι απ’ τα παλιά θενά με πάει στο παρελθόν
ταξιδεύω

σε αναμνήσεις ξεχασμένες
στην λησμονιά από καιρό δοσμένες

κι έρχεται ένα όνομα
γιατί όλα έχουν όνομα
και μου τις επιστρέφει σ’ ένα θολό όραμα

κι ένα καινούργιο τραγούδι με φέρνει στο παρόν
ξυπνώ

η μυρωδιά του ξύλου διάχυτη
το περιβάλλον οικείο
φιλόξενο στην ερευνήτρια νόηση
ενορμώ

κι έγινα θεωρός της πλάσης
λίγο να ξαποστάσω
μοιράστηκα της ζωής μου τις φάσεις
κάπου να με εντάξω

με την περίγυρα πλειάδα χαίνω
που ανήκω;

πού ανήκω;

Ένταξη




χάλκινο άγαλμα θα στήσω
πέτρινο τοίχο θα χτίσω
νερό απ’ την πηγή θα πιω
θα βρω αυτό που επιθυμώ

απ’ του δρόμου το σινάφι κατάστιχα κρατώ
περιφρονώ, περιγελώ
το σίγουρο είναι πως δεν κατανοώ
προσπάθησα χωρίς να ενταχθώ

είδα πως πρέπει ν’ αφεθώ
την έννοια να ξεχάσω
αφορισμός στο όνειρο
αποδοχή στον ξεπεσμό

ξημέρωσε, γύρω μου κοιτώ
είδα τους άλλους, είναι εδώ
μα δεν τους νοιώθω, δεν πονώ
κουράστηκα και να προσπαθώ

να περπατήσω στο κενό, αδυνατώ
στην γή πατάω
στην θάλασσα κολυμπάω
μα φτερά δεν έχω να πετάω
κι όταν μου το ζητάς, τον ουρανό κοιτάω

Ανακολουθία




Τα νιάτα μας τόσο άτεκνα
Κι όμως κυοφορούσαμε
Ενόραση της ζωής μας στα είδωλα
Και χίμαιρες κυνηγούσαμε

Και τώρα κοιτάμε πίσω
Και νομίζουμε ότι τα ζήσαμε
Μ’ αυτό που έχουμε ίδιο
Μόνο το κυνήγι αφήσαμε

Όλα σε μια σύγχυση χάνουμε
Κρυμμένοι στου ονείρου την αχλή
Ακολουθούμε τον ρυθμό και λάμνουμε
Με μια λεμβωδία μελαγχολική

Και τώρα σιωπή
Ακούμε το φλύαρο κύμα και μας αρκεί

Προσάρτηση





Χαμερπής πάω στο μέλλον
αναζητώντας το αύριο
ξοδεύω την νιότη μου
σ’ εφήμερες αποτυχίες

Αρνούμαι το σήμερα
αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν......
αντιδρώ στην καταπίεση
που εγώ προκαλώ

φτάνω στο τέρμα, επιστρέφω

Αναζητώ την γαλήνη στον συρφετό
αποκρούω την σύζευξη
αρκούμε μόνο στην ύπαρξή μου

Αντιλαμβάνομαι το λάθος
το επιδιώκω
γυρεύω την έκπληξη
καταλήγω στην ρουτίνα

φτάνω στο τέλος, γυρίζω πίσω

Αβελτερία στην σκέψη
όλα επανάληψη
όμοιες εικόνες
ο στοίχος αλλάζει
ο ρυθμός ακολουθεί

δεν χωρά η λογική στο μυαλό μου
φτάνω στο πέρας..........

ερασιτέχνης στις συμπτώσεις αφήνομαι

στον επί της τιμής φύλακα




περνώντας τ’ όνειρο βαθιά απ’ την ψυχή μου
την ανασκόπηση του μέλλοντος θα κάνω
με πείσμα στ’ άϋλο, ζωή θα δώσω
του νού τ’ απόκρυφα θα είναι η δύναμή μου

θα χτίσω γύρο μου πανέμορφα παλάτια
και την ζωή μου με φαιδρά θα κυβερνήσω
σαν ολοκαύτωμα την άρνηση θα σβήσω
τα θεμιτά κι αθέμιτα μισόγιομα κανάτια

χαρίζοντας, κερδίζω την αλήθεια,
και πόνο, όσων έλεγα δικών μου
φτερνίζομαι και έχω την συμπόνια
φθόνος καλύπτει τον υπόδουλο εαυτό μου

Χάρτινοι φύλακες
ξανθοί ιππότες
εικάζουν την ανέχεια
αφαιρούν την εικονική ηρεμία

Ενεργός θεατής


Εικόνες βλέπω ολόγυρα
σημεία νέας γλώσσας
διαβάζω, παρακολουθώ,
τις συμβουλές ακολουθώ

Πραγματικό το είδωλο
και γίνομαι ο καθρέφτης

Εισβάλει μέσα το κενό
κι εγώ τον μύθο διακοσμώ

Επίλοιπη στον νου η ανία
άσκοπη η αναζήτηση, αμαρτία

Σαν πέρασμα απ’ την ζωή
εισπράττω απ’ την αόρατη επαφή

Κοινό αποκτώ προτέρημα
αναλγησία κι αφεντιά
και ο αλλότριος αασμός,
ενόχληση είναι στην σκηνή
ανούσια παρουσία

Παίρνω και παίρνω όσο μπορώ
ανύποπτα βαδίζω στον σορό
κάνω πάντα αυτό που θέλεις
κι αν αρνηθώ θα παρέμβεις

Θαλπωρή της ζέστης
χαρά της στιγμής
και ο ύπνος ήσυχος
Κι αν αρνηθώ;

Λαβύρινθος




πέτρωσε η αλήθεια
πέταξε στην στάχτη
όλα μια συνήθεια
πέρασα στην μάχη

δύναμη ν’ αντέξω
υγεία να ξεχάσω
ορίζοντες ν’ αδράξω
απολαβή να νοιώσω

ανοίγουν οι αδιάβατοι κρουνοί
και πίνω την υποταγή
θα συμφωνήσω τώρα μαζί
κρατάω να ‘ρθει η αυγή

ότι είναι να γίνει, θα γίνει
κι εγώ τον σκοπό μου πρέπει να βρω
ψίθυροι που διαβαίνουν απ’ την πύλη
ψάχνω απ’ τον λαβύρινθο να βγω

Απόμακρη




το κάλεσμα της νύχτας αποκαλύπτει την δυσοσμία
απομεινάρι της ενοχής που μου πέρασαν
λήκυθος καλύπτει έντεχνα την απροσεξία
πλησιάζω, κι όλα τ΄ απόκρυφα ελευθέρωσαν

τι κι αν παλεύω με σκιές απογόνων
τι κι αν είδα τον πόνο των προγόνων
εγώ να το νοιώσω δεν μπορώ
τον λόγο που με γέννησαν να δω

στάλα τη στάλα περνώ στην λήθη
και στ’ όνειρο πια κατοικώ
εικόνα βλέπω που δεν μου ανήκει
κι όλα τ’ ανείπωτα προσπερνώ

μες τ’ αδιέξοδο χωρίς πυξίδα πάντα οδεύω
λαμπάκια ανάβουν στο λάθος που δεν κατανοώ
κι αν την ζωή μου αγορεύω
σκεπάζω αυτό που αγνοώ

και για ν’ αντέξω την ζωή
παιχνίδι εφεύρω, το υπερφυσικό
ακούω ψίθυρους στην διαδρομή
τρομάζω σαν την χαρά θα αισθανθώ

Αρχοντιά



Σφραγίζω την αναμμένη χαρά
το δυνατό ποτό χορταίνω
ανήμερα και προσπερνώ
απ’ της ζωής την γνώση

Χαμογελώ κι αδύναμοι κοιτούν
χορεύω και την ελευθερία παίρνω
κι όλα αυτά σωστά και άγια
το αύριο ξεμακραίνουν

Πρόσφορο της νιότης το αγγέλιασμα
αιώνια μορφή με το καιρό ξεφτίζει
μα τις αξίες πρέπει να κρατήσουμε

Σεμνή την παρουσία, επιβλητική
Ιερή την ζωή, φυλαγμένη
Σεβάσμιος ο κόπος, επιθυμία
Ανέγγιχτη η ελευθερία

Σ’ άλλο βασίλειο εισχωρούμε
τερατογέννημα κι υποχωρούμε
Νέο βασίλειο δημιουργούμε
ενάντια στην φύση, που αγνοούμε

Συνωστισμός





κατακριτέα η λογική
θυμός που δίνεται εύκολα
είναι γιατί δεν έχω μια στιγμή
μόνη, να νοιώσω την σιωπή

κοινωνική συναναστροφή
μπροστά και πίσω απ’ την γραμμή
το πάθος, οι λέξεις κι οι ενοχές
δικές μου αλήθειες, ποτέ μυστικές

ολόγυρα φθόνο και πίκρες σκορπούν
μπορεί να μη βλέπω, μα ξέρω ακούν
γραμμή κι αν ανύψωσα, διάφανη είναι
μόνη δεν έζησα, μονάχη είμαι

και τώρα στο αύριο στοχεύω
τον χρόνο αποθηκεύω στην ψυχή
και στου ονείρου την πνοή οδεύω
αποζητώντας μια διαδρομή ερημική

Οικονομία




κι όταν τα όνειρα ξεπλένει η βροχή
χάνουν το χρώμα τους, φαντάζει ανούσια η διαδρομή
σαν σε αγάννιφο λαγούμι να ‘χει θαφτεί
διάφανος ήλιος διαπερνά μα την ψυχή σου δεν θα βρεί

διαβάτης γίνεσαι, δίχως προορισμό
σε μια επανάληψη, χωρίς διαχωρισμό
σ’ άδενδρη άσφαλτο, δεν βλέπεις καν βουνό
μετράς τον χρόνο, τις ώρες, το λεπτό

σ’ ένα πολύβουο πανηγύρι θ’ αγκιστρωθείς
να πάψει ο πόνος, λίγο να ξεχαστείς
μα μες της νύχτας την σιγή σαν θα βρεθείς
ψάχνεις το όνειρο στ’ απόνερα της βροχής

εκεί αντιφεγγίζει το φεγγάρι
εκεί ενώνεται με το δάκρυ
εκεί το χέρι σου θ’ απλώσεις
μήπως μπορέσεις τον ουρανό να νιώσεις

Κάθε σχήμα μοναδικό
Κάθε πορεία μοναχική
μ’ ευλάβεια μοναστική
Κι όμως
σ’ ένα καταφύγιο το είναι θα σωθεί
να δυναμώσει για να ξεδιπλωθεί
Κι είναι οι γραφές όσων τα ίδια έχουν σκεφτεί
Κι είναι η φιλία που συμπληρώνει και ισορροπεί
Κι είναι η παρέα όπου οαρίζει δίχως να εγκλωβιστεί

Στο νέο ανίψι




Θλιμμένη το ίχνος σου απ’ το φως κοιτώ
ήρθες στον κόσμο μας
πήρες μορφή κι ανασαίνεις

Τώρα περίεργος περιμένεις
σε λίγο ανυπόμονος θα ζητάς
Σε μια στιγμή θα καταλάβεις
τότε την δύναμη σου θα δοκιμάσεις

Τις περιόδους θα διασχίσεις
είκοσι έτη η κάθε μια
Πρώτα την επιφάνεια θα γνωρίσεις
Μετά θα ψάξεις πιο βαθιά

Και τότε θ’ αρχίσεις να δημιουργείς
και το πορτρέτο σου να ζωγραφίζεις
Κατασταλάζεις κι είμαι αυτός, θα πείς
και θα φανεί αν απ’ τον κόσμο της ντροπής θα ξεχωρίζεις

Αν αντισταθείς
θα πει πως είσαι πιο δυνατός
Αν υποκύψεις
θα πει πως είμαστε ίδιοι

Πρώτη αντίδραση
πρώτης καταγραφής απόρροια
αντιγνωμία, ομογνωσήνη, ανεγνωμία

Διεργασία



Διαπολιτικός στεναγμός κι αφήνομαι
σ’ έναν αδιόρατο κόσμο όλο υποψία
και χάνομαι, στο κατώφλι σαν κρύβομαι
κι σιγανά οι λόχες φέρνουν την καχυποψία

δεν ξέρω που οδηγούμε
ούτε αν το παιχνίδι θα φύγει
ξέρω μόνο πως για όλα νοιάζομαι
μα όλα κρύα κι διάφανα έχουν μείνει

δεν αναρωτιέμαι, δεν υπάρχω, δεν ακούω
καλύπτω τα κενά αποκαλύπτοντας την ανάγκη
φεύγω με τον νού και περιμένω κι αναλύω
παίρνω και δίνω και ψηλά την εχεμύθεια αφήνω

περνώ το στίγμα μου
σ’ έναν κόσμο που δεν με βλέπει και δεν τον βλέπω
αισθάνομαι όμορφα και την κατήφεια ανατρέπω

γραφές με κελεύουν στην πορεία
αόρατες υπάρξεις με παρηγορούν στο σκοτάδι
την κρυφή μου δύναμη μεταλλάσσουν σε παρρησία
και τώρα οδεύω με γεμάτο το θηκάρι

κι ελπίζω σε μια στιγμή ευτυχίας




πίστεψέ με υπάρχει
είναι η ηδονή του Επίκουρου
είναι το ντουέντε του Λόρκα

είναι το αβίαστο χαμόγελο
είναι η χαρά που ξεχειλίζει
το σύννεφο που σε συντροφεύει
ο σκοπός που σε κινεί
η αλήθεια που σου φανερώνεται ξάφνου
η πηγή της αγάπης που δεν γνώρισες

είναι το δάκρυ που φεύγει μόνο του
είναι η θλίψη που σε κατακλύζει
είναι το άγνωστο που σε κρατάει
είναι η πίστη στην αυτοκυριαρχία
είναι το θέλω και το γιατί

είναι που δεν ξέρω….πού να διοχετεύσω την δύναμή μου,
τα συναισθήματά μου, τις λύπες μου, τις χαρές μου,
τον πόθο μου

είναι που δεν ξέρω σε ποιόν να χαμογελάσω χωρίς
να πέσει στο κενό

ανταπόκριση
δίχως φόβο και δίχως υποψία

Ενέλιξη



απολιθώματα που άφησα στο διάβα μου
και διαγραφές όσων δεν με άδραξαν
επίπλαστος κόσμος, περαστικός από το μονοπάτι μου
διάφανες μορφές που ελαφρά με άγγιξαν

στα δνοφερά δωμάτια σας έχω όλους κλειδώσει
κι άλλα που άνοιξα μου δώσανε την γνώση
αυτών που ξέχασα και είχανε σημασία
τότε με πόνεσαν μα τώρα έχουν αξία

σαν επιστρέφω πίσω βήμα – βήμα
ανακαλύπτω τον χαμένο μου εαυτό
ξανακερδίζω όλα όσα είχα κτήμα
που απερίσκεπτα άφησα για να ενταχθώ

κι όσο το νήμα, πού ‘μουν δεμένη, ακολουθώ
τόσο τα βαρίδιά μου απομυθοποιώ
κι όσο πλησιάζω εκεί που ήταν η αρχή μου
τόσο αφουγκράζομαι τον σκοπό της ζωής μου

όλοι μας ακολουθούμε μια πορεία
κανείς την συνέχεια δεν κατέχει
μα καταγράφουμε μια ιστορία
που απ’ την αλήθεια μας πολύ απέχει

ο πόλεμος της γής και του έρωτα
μας οδηγούν σε μονοπάτια αφανέρωτα
κι αναζητούμε της αρχής μας τα πεπραγμένα
μεσ’ από κόσμους ονειρικούς πού ‘ναι κρυμμένα

ονειρικοί κόσμοι

Δεδομένα



ταξιδιώτες σε παράλληλους κόσμους
μια στην φύση και μια στην κοινωνία
και βαδίζουμε σε άγνωρους τόπους
αναζητώντας την θεία ισορροπία

προσκολλημένοι σ’ έναν κόσμο δίχως έρωτα
έρωτα για την ζωή, για το αύριο
έρωτα για το μαζί

παραδομένοι σ’ έναν κόσμο δίχως όνειρα
όνειρα με ορίζοντα εκεί, όχι εδώ
όνειρα με ψυχή

αγκιστρωμένοι στην πέτρα
μα ο χρόνος πνοή
πόσο κρατάει μια πνοή

μετράμε τα δεδομένα
μα την παλάμη απλώνουμε κενή
σε μια παλάμη τι να πιαστεί

κι έρχεται μια στιγμή
μια μικρούλα στιγμή και σ’ αποκαθηλώνει
αιωρείσαι,
τρομάζεις,
επιλέγεις,
και πάλι

γίνεσαι πνοή
αναζητώντας ξανά την θεία ισορροπία

Αποσκιρτώ



Πρόσηβος αιών,
ενδεής αξιών

Βραχύβια θεότητα η τεχνολογία
δορίκτητους εκστασιάζει
Υπέρλαμπρων αγαθών η βουλιμία
τον πόλεμο προστάζει

Έκρηξη
Αναμένω
Ο κονιορτός καταλαγιάζει
Αρχή τ' απομεινάρια κάνω

Τους πεσσούς παραδίδω
το παιχνίδι αποσυνθέτω
και τον άνθρωπο αναζητώ

σ’ ένα φωτεινό μονοπάτι τώρα περπατάω
γεμάτο ευωδιές κι αρμονικές νότες
κι υπάρχει μόνο το παρόν και το ρουφάω
ως τα μύχια της ψυχής μου νοιώθω τις ώρες

κυκλοφορώ στις αμμουδιές των όντων
μέσα απ’ τα χέρια μου γλιστρούν
εστιάζω στις νοητές γραμμές των οριζόντων
όλων αυτών που με διαπερνούν

όλα τα μυστικά εκεί είναι κρυμμένα
ανάμεσα στο εφήμερο που επιπολάζει
απροκάλυπτα, δίχως όρια είναι δοσμένα
τα βλέπει αυτός που κοιτάζει

μα εσύ τον υπέργειο επισκέπτη περιμένεις
τον σπόρο που δεν είδες αναλύεις
κι ότι αγνοείς ανάγκη κάνεις
ότι ακούς σε γνώση μετατρέπεις

συγκρότημα ΕΒΕΝΟΣ στο καφέ ΜΥΘΟΣ



διαρρέουν οι ώρες όταν τις ενδύεσαι
κι αφήνεις τον κοπετό της νόησης
διεισδύεις μέσα στο χάος και χαρίζεσαι
κι απλώνεσαι στο χθές, το σήμερα να χωνέψεις

μας καταπίνει το θεριό της παραμάνας
κι όμως αντιστεκόμαστε με μικρές κοινωνίες
που δίνουν το στίγμα μιάς ψυχής οδηγήτρας
η ευφορία μιάς στιγμής σωτήρια μετάγγιση στις αναιμίες

άραγε πόσοι από ‘μας θ’ αγγίξουμε την διαδρομή μας;
και πόσοι θα παραδοθούμε στο ανήμερο;
πόσοι θα ενωθούμε με το εγώ μας;
και πόσοι θ’ αντέξουμε της ζωής τ’ απόνερο;

κι όμως θριαμβεύουμε, αφού ακόμα υπάρχουμε
κι όμως νικάμε, αφού ακόμα χαμογελάμε

αυτή είναι τελικά της ζωής η ζωγραφιά
μικρές πινελιές που επιβάλλονται σ’ έναν μονόχρωμο καμβά
και της προσδίδουν την μοναδική της ομορφιά
ένα ντουέντε εμπεριέχεται σε κάθε συντροφιά

ένα βραδάκι στην πλατεία Αριστοτέλους δίπλα στο Ολύμπιον




εδώ έξω έχει ζωή
δεν μπορείς να δεχτείς την μιζέρια
μόνο τις νότες του πλανόδιου
που παίζει την ηλεκτρική του κιθάρα
με την συνοδεία μιάς αόρατης ορχήστρας

κι ο κόσμος πηγαινοέρχεται σαν σκηνικό ταινίας

εναρμονίζομαι
θεατής εγώ

ευφορία από ένα ανένταχτο, τυχαίο
μα και τόσο εύηχο άκουσμα
μιάς ροκ μουσικής που μου θυμίζει τα παλιά

αναπολώ
αγαλλιάζω

‘’ αστεροπές της ίριδας ‘’ είπε ο Ελύτης
κι αυτό με άγγιξε
κάθε φορά που εκρήγνυται το μέσα μου
αυτό θυμάμαι

αλήθεια τι θέλει ο άνθρωπος
για να νοιώσει μια σταλιά ευτυχίας;
μια απέριττη και συνάμα πλούσια στιγμή

στον κήπο του ξενώνα



διάφανη μέρα
όλα περίγραμμα
χτυπούν οι ακρέμωνες
ακίζει τ’ αγέρι

σκάει του ήλιου ο ασκός
κι οι αχτίδες στο βλέμμα πόνος
συμφωνία της πλάσης, παλμός
ταλαντεύει στης ακοής το φως

ακούραστος τζίτζικας το θρόισμα καλύπτει
πράσινη σαύρα στο πλακόστρωτο ξεχωρίζει
ο μπάκακας στην γρώνη γυρεύει το νερό
τα χελιδόνια πετούν στου Βιβάλντι τον χορό

μπορεί σ’ όλα αυτά η ησυχία;
μπορεί
το δάκρυ κρατώ
μπορώ
δίχως ν’ αφεθώ

Ανερμάτιστη



Κι άφησα την γή που κύκλους κάνει
κι έγινα νόμος και πρέπει και φτάνει

Την μήτρα μου άφησα να φτάσω τ’ αστέρια
που στέκονται μα δεν στέκονται, υψώνω τα χέρια

Την φύση μου αρνήθηκα κι έγινα εκμαγείο
θνητή που πόθησε της αθανασίας το μεγαλείο

Κρυφά νοήματα της ύπαρξής μου ψαύω
περίαπτα ζώνομαι, επάλξεις φυλάω

χτίζουμε-χτίζουμε
το είναι μας με ζέση φυλακίζουμε

αλίσκομαι

πλίνθο τον πλίνθο το τοίχος γκρεμίζω
τα ετερόφωτα φεγγάρια εξοστρακίζω
στη απεξάρτηση τώρα στοχεύω
κι από τα λάθη μου την δύναμη γυρεύω

Τους επίγειους δεσμώτες μου αποβάλω
το ψυχόρμητο ελεύθερο κρατώ.
Σ’ αγελαία συμμετοχή δεν συβάζω
την εκούσια υποδούλωση αναιρώ.

ελευθερώνομαι

και ταξιδεύω στον χρόνο και τον χώρο
εκεί που οι άνθρωποι πετούν
και τα πουλιά περπατούν
εκεί που ο καθένας είναι μοναδικός
κι οι επιθυμίες απ’ της φαντασίας το φώς

υπάρχω !

επίλογος

Προορισμός



Ακυβέρνητοι στο καράβι της ζωής
επιβάτες με κουκέτα ή μη
περιπλανώμενοι ελισσόμενης διαδρομής
ταγμένοι στην δική μας εποχή

βυσσοδομεί το είναι μου
κι η παραμάνα με χλευάζει
για μια στιγμή υψώνω το βλέμμα μου
κι η ζωή δρόμους αλλάζει

φεύγω γι’ άλλους τόπους
καταφέρνοντας να ξεπεράσω
την μεμψιμοιρία μου
την μοιρολατρία
την συντροφιά της επαιτείας
και πάω
κι όπου με βγάλει

φεύγω γι’ άλλους τόπους
στο ταξίδι που πάντα ξεκινάει
σαν ένα στοίχημα
σαν μια θρησκεία
σαν ένα αύριο δίχως αξία

κι είναι η αναζήτηση μοναχική
-ξεκίνα το ταξίδι
κι όλοι οι ορίζοντες είναι ανοιχτοί
-μη φοβάσαι, άφησε το αντιστύλι
Rock

η κάθε μέρα
δίνει και κάτι καινούργιο

κι ότι έγινε
έγινε για να μάθω,
να δυναμώσω

Αγκάθι

Ένα παραλήρημα δίχως τροπή όταν πονά το κορμί, βασανίζεται η νόηση και ματώνει η ψυχή.


Κάλυκας οθόνης,
και αδειάζω
Δότης της ζωής,
ανατριχιάζω

Διώχνω την συνέχεια,
περιμένω
Ρίχνω την συνέπεια,
δεν χορταίνω

Ζήτησα την λάμψη,
θα νοιαστώ
Πάλεψα την πράξη,
ας κουραστώ

Κέρδισα τον ήχο,
θ’ ακουστώ
Έζησα το λίγο,
θ’ αρκεστώ

Σύντροφος του Απρίλη,
δεν βαστώ
Έδιωξα την λύπη
ονειροβατώ